- πιθανολόγος
- πῐθᾰνο-λόγος, ον,A speaking persuasively, Sch.Ar.Ra.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιθανολόγος — speaking persuasively masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολόγος — ὁ, Α αυτός που με τον λόγο καθιστά κάτι πιθανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + λόγος*] … Dictionary of Greek
πιθανολόγον — πιθανολόγος speaking persuasively masc/fem acc sg πιθανολόγος speaking persuasively neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολόγοι — πιθανολόγος speaking persuasively masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek